αστραποβολώ — ( άω) [αστραποβόλος] 1. εκπέμπω αστραπές 2. λάμπω, ακτινοβολώ … Dictionary of Greek
υπερεξαστράπτω — Α (για την Εκκλησία) λάμπω με αφάνταστη δύναμη, αστραποβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐξαστράπτω «είμαι φωτεινός, αστραποβολώ»] … Dictionary of Greek
αστράφτω — (AM ἀστράπτω) 1. απρόσ. αστράφτει φαίνεται αστραπή στον ουρανό 2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.) 3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι… … Dictionary of Greek
αστραποβόλημα — το [αστραποβολώ] 1. η εκπομπή αστραπών 2. η μεγάλη στιλπνότητα, η ακτινοβολία … Dictionary of Greek
διαστίλβω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ 2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.) … Dictionary of Greek
εξαστράπτω — και εξαστράφτω (AM ἐξαστράπτω) [αστράπτω] είμαι φωτεινός σαν αστραπή, αστραποβολώ … Dictionary of Greek
μαρμαρύσσω — και μαρμαρύζω (Α) [μαρμαρυγή] 1. (για τα μάτια) ακτινοβολώ, λάμπω 2. (για τα άστρα) μαρμαίρω, σπινθηροβολώ, αστραποβολώ … Dictionary of Greek
σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… … Dictionary of Greek